
[…]
«Μια φορά», είπε ο Καστλ, «όταν ήμουν δεκαπέντε περίπου, εδώ κοντά έγινε μια ανταρσία σ’ ένα ελληνικό πλοίο που ερχόταν από το Χογκ Κογκ με προορισμό την Αβάνα με ένα φορτίο ψάθινων επίπλων. Οι στασιαστές πήραν τον έλεγχο του πλοίου, δεν ήξεραν πώς να το πηδαλιουχήσουν, και το έριξαν πάνω στα βράχια, κοντά στο κάστρο του Πάπα Μονζάνο. Πνίγηκαν όλοι εκτός από τα ποντίκια. Τα ποντίκια και τα ψάθινα έπιπλα ξεβράστηκαν στη στεριά».
Αυτό φάνηκε να ήταν το τέλος της ιστορίας, αλλά δεν μπορούσα να είμαι βέβαιος. «Λοιπόν;»
«Μερικοί άνθρωποι λοιπόν απέκτησαν δωρεάν έπιπλα, και μερικοί άλλοι βουβωνική πανώλη. Στο νοσοκομείο του πατέρα είχαμε χίλιους τετρακόσιους θανάτους μέσα σε δέκα μέρες. Έχεις δει ποτέ κανέναν να πεθαίνει από βουβωνική πανώλη;»
«Δεν είχα αυτή την ατυχία».
«Οι αδένες στη βουβωνική χώρα και στις μασχάλες πρήζονται σαν γκρέιπφρουτ».
«Το πιστεύω».
«Μετά θάνατον, το σώμα μαυρίζει – σαν κάρβουνα του Νιουκάσλ στην περίπτωση του Σαν Λορένζο. Όταν εξαπλώθηκε η πανώλη, ο Οίκος Ελπίδας και Ευσπλαχνίας στη Ζούγκλα έμοιαζε με το Άουσβιτς ή το Μπούχενβαλντ. Οι στοίβες των πτωμάτων ήταν τόσο ψηλές και τόσο πλατιές που μια μπουλντόζα κόλλησε στην προσπάθεια να τα ρίξει μέσα σ’ έναν κοινό τάφο. Ο πατέρας δούλεψε όχι μόνο άυπνος επί μέρες, αλλά και χωρίς να καταφέρει να σώσει πολλές ζωές».
Το κουδούνισμα του τηλεφώνου διέκοψε τη μακάβρια ιστορία του Καστλ.
«Θεέ μου», είπε ο Καστλ, «δεν ήξερα καν ότι τα τηλέφωνα είχαν συνδεθεί ήδη».
Σήκωσα το ακουστικό. «Παρακαλώ;»
Ήταν ο υποστράτηγος Φράνκλιν Χένικερ που μου τηλεφωνούσε. Ακουγόταν λαχανιασμένος και μαρμαρωμένος από φόβο.
«Άκου! Πρέπει να έρθεις στο σπίτι μου αμέσως. Πρέπει να μιλήσουμε! Μπορεί να είναι κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή σου!»
«Μπορείς να μου δώσεις μια ιδέα;»
«Όχι απ’ το τηλέφωνο, όχι απ’ το τηλέφωνο. Έλα στο σπίτι μου. Έλα αμέσως! Σε παρακαλώ!»
«Εντάξει».
«Δεν κάνω πλάκα. Είναι κάτι πραγματκά σημαντικό για τη ζωή σου. Το πιο σημαντικό πράγμα». Το έκλεισε.
«Περί τίνος επρόκειτο;» ρώτησε ο Καστλ.
«Δεν έχω ιδέα. Ο Φρανκ Χένικερ θέλει να με δει αμέσως».
«Με την ησυχία σου. Ηρέμησε. Εϊναι ηλίθιος».
«Είπε ότι πρόκειται για κάτι σημαντικό».
«Πώς ξέρει αυτός τι είναι σημαντικό; Θα μπορούσα να φτιάξω έναν καλύτερο άνθρωπο από μια μπανάνα».
«Καλά, τελείωσε την ιστορία σου λοιπόν».
«Πού βρισκόμουν;»
«Στη βουβωνική πανώλη. Η μπουλντόζα είχε κολλήσει από τα πτώματα».
«Α, ναι. Τέλος πάντων, μια νύχτα που δεν είχα ύπνο έμεινα με τον πατέρα ενώ δούλευε. Δεν μπορούσαμε να βρούμε ζωντανό ασθενή για να τον κάνουμε καλά. Σε κάθε κρεβάτι βρίσκαμε νεκρούς.
«Και τον πατέρα τον έπιασε νευρικό γέλιο», συνέχισε ο Καστλ.
«Δεν μπορούσε να σταματήσει. Βγήκε στη νύχτα με το φακό του. Γελούσε ακόμα. Έριχνε την αχτίδα του φακού στους σωρούς με τα πτώματα και την έκανε να χορεύει. Έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου, και ξέρεις τι μου είπε αυτός ο θαυμάσιος άνθρωπος;» ρώτησε ο Καστλ.
«Όχι».
«”Γιε μου”, μου είπε ο πετέρας μου, “μια μέρα όλα αυτά θα είναι δικά σου”».
.
Από το Η Φωλιά της Γάτας, του Kurt Vonnegut, σε μετάφραση του Φίλιππου Χρυσόπουλου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2007.