αίμα

[…]

Στα μαγαζιά μπροστά κάθονταν ανάμειχτοι νέοι-γέροι, κάτι μουτράκλες απαίσιες, κάτι χοντροκέφαλοι που γυρνάγανε να με κυαλάρουν και δε λέγαν να με αφήσουν απ’ τα μάτια τους. Ένας από δαύτους, ένας νεαρός με το σακάκι του ριγμένο στον ώμο, με πλησίασε και μου είπε: «Ο μηχανουργός δεν είστε; Μου είπαν ότι με ψάχνατε. Είμ’ ο Ερνέστος ο Λιβαδερός.» Αν και φαινόταν πιο πολιτισμένος από τους άλλους, όσο τον εκοίταζα, τόσο ήταν σαν να ‘βλεπα μπροστά μου τη Τζιζέλα κι είπα μέσα μου: προσοχή και μην ξανοίγεσαι! Τα ίδια σκατά είναι όλοι τους…!

– Αύριο αλωνίζετε…, μου είπε ήσυχα-ήσυχα και βαρεστημένα και πήρε το δρόμο για την εκκλησία. Το μούτρο του έδειχνε μάλλον ποδηλάτη από την επαρχία· που, όταν σου μιλούσε, όμως, δεν κοίταγε, όπως οι άλλοι, κάτω.

– Έψαχνα να σας βρω γιατί, χωρίς να το θέλω, σας επήρα τη δουλειά. Δεν μου το ‘χανε πει.

Έβαλε τα γέλια. «Η μηχανή έτσι κι αλλιώς δουλεύει από μόνη της. Θα κάτσετε καιρό;»

– Εξαρτάται.

Κοιταχτήκαμε – τα μάτια του αυτουνού γέλαγαν ακόμα, οπότε εγώ θυμήθηκα τη Τζιζέλα.

– Με τον Ταλίνο εντάξει;

– Και πολλές ευκαιρίες σπίτι τους να καλοκαρδίζεσαι δεν υπάρχουν, μουρμούρισα.

– Με τον Ταλίνο εγώ είμαστε φίλοι, μου είπε. Πήγαμε μαζί στρατό. Οι άλλοι φαντάροι του ράβανε το φάκελλο, κι αυτός έπεφτε και κοιμότανε απάνω απ’ τις κουβέρτες. Ο Ταλίνο είναι καλός, αρκεί να ξέρεις να του βρεις το κουμπί.

– Μα τι κουμπί και ξεκουμπί, τώρα…! είπα.

Χτύπησαν ξανά οι καμπάνες, ο κόσμος άρχισε να βγαίνει από την εκκλησία· είδα το Βινβέρα να κατεβαίνει μαζί με τις γυναίκες του, που εφόραγαν μαύρο βελό στο κεφάλι, και μαζί με τα παιδιά και τον Ταλίνο. Βλέποντάς τους εκεί – με τόσον ήλιο- να έρχονται, σκέφτηκα ότι το να χάνεις αίμα στην επαρχία πρέπει να έχει μάλλον μικρότερη σημασία απ’ ό,τι αν το έχανες μέσα σ’ ένα σκοτεινό σπίτι στο Τορίνο. Μια φορά κάποτε είχε συμβεί κάποιο δυστύχημα, είχα δει αίμα πάνω στις γραμμές του τραμ και τρόμαξα· ενώ, όταν σκέφτομαι κάποιον να χάνει αίμα στους καψάλους σκυφτός, μου φαίνεται φυσικότερο – σαν να συνέβαινε λ.χ. στο σφαγείο.

[…]

.

Από το Αγροίκοι, του Cesare Pavese, σε μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996.

1 thoughts on “αίμα

Σχολιάστε