ο πεθαμένος

Ο διπλανός μου στο φανάρι σκάλιζε τη μύτη του. Όταν αντιλήφθηκε ότι τον κοίταζα, ντράπηκα. Δεν είναι σωστό να κοιτάζουμε επίμονα τους ζωντανούς ανθρώπους σε προσωπικές τους στιγμές. Ευτυχώς γρήγορα άναψε το πράσινο και φύγαμε κι οι δύο.

Έχω παρατηρήσει ότι στη θέση του οδηγού κάθονται συνήθως ζωντανοί άνθρωποι που σκαλίζουν τη μύτη τους ή κοιτάζουν τους άλλους να το κάνουν.

Μια φορά πέτυχα έναν που έμοιαζε πεθαμένος. Ούτε σκάλιζε ούτε κοίταζε. Μπορούσα να τον χαζεύω ανενόχλητος όση ώρα ήθελα, σκαλίζοντας τη δική μου μύτη, χωρίς αυτός να με προσέχει, αλλά  ακόμα κι έτσι μετά από λίγο τράβηξα το βλέμμα μου επειδή στο τέλος βαρέθηκα να τον βλέπω να μην κάνει τίποτα. Όταν άναψε το πράσινο, ο πεθαμένος πάτησε γκάζι κι έφυγε.

Αναρωτιέμαι τι θα έκανε αν το φανάρι παρέμενε για πάντα κόκκινο.

γραπτός λόγος

Ο γραπτός λόγος του διαδικτύου με έχει αλλοτριώσει. Όταν δε γράφω αλλά μιλάω, σχεδόν ποτέ δε χρησιμοποιώ λέξεις όπως αρχίδια, μαλάκας κλπ.

Στην πραγματικότητα είμαι πολύ ντροπαλός ημικαραφλός.

sounds from the flat #8

1. Ashes in winter light – Elysian Fields

Περίεργη αίσθηση. Σα να είμαι κουρτίνα τραβηγμένη στην άκρη έτσι ώστε το φως που μπαίνει από το παράθυρο να χαϊδεύει τα πρόσωπά τους. Σαν το παχύ χαλί κάτω από τα πόδια τους που απορροφάει τα ψίχουλα του πρωινού και τον απαλό ήχο της κουβέντας τους.

Κρυμμένος παντού: Στη σταγόνα του καφέ στο κουταλάκι δίπλα στο φλιτζάνι, και στη σκόνη που αιωρείται ανάμεσά τους.

(Περνάω μια φάση κολλήματος με την Jennifer Charles)

.

2. Πάλι  μου κάνεις τον βαρύ (K. Mακρή – K. Kαρύπη) – Oren Bloedow & Jennifer Charles

… ki ego gia to hatiri sou liono ap’ ta merakia…

(με τον Oren Bloedow θα ασχοληθούμε άλλη φορά. Αυτό τον καιρό όπως είπα και παραπάνω, περνάω μία φάση κολλήματος με την Jennifer Charles)

.

3. Archie & Veronica – Lovage

Η τελευταία και πιο σκοτεινή ραψωδία του μεγαλειώδους έπους Music to Make Love to Your Old Lady By. Εκείνος (Mike Patton)της προσφέρει λίγα λουλούδια και την αποχαιρετά καθισμένος σε μια μαρμάρινη πλάκα: flowers on your grave / flowers on your grave / I’ll bet that you’re there… Εκείνη (Jennifer Charles) βρίσκεται λίγα μέτρα χαμηλότερα, ξαπλωμένη στο φέρετρο, και του ψιθυρίζει απάνθρωπα μυστικά και ερωτόλογα από τον άλλο κόσμο: I never loved you / I never touched you / Never knew you cared. Εκείνος πάλι, με σοβαρό, προσεγμένο στυλ, θρηνεί: I look funny all dressed in black / my wet handkerchief won’t bring you back. Το ατελεύτητο των ανθρώπινων σχέσεων κορυφώνεται στον τελευταίο στίχο, τον οποίο εκείνη τρίβει σα βαμβακερό στρινγκ σε αποσύνθεση, στα μούτρα εκείνου, ούτε μία ούτε δύο αλλά ακριβώς τέσσερεις φορές:

jealous of the flies and the worms inside me / jealous of the flies and the worms inside me / jealous of the flies and the worms inside me / jealous of the flies and the worms inside me…

(τι κόλλημα είναι αυτό που έχω πάθει, τζίζας!; )

.

4. Surprise! You’re Dead! – Faith No More

Ο θλιμμένος Archie του προηγούμενου κομματιού (κατά κόσμον Mike Patton) αρκετά χρόνια πριν η Veronica (aka Jennifer) τρίψει στη μούρη του το υπό αποσύνθεση στρινγκ της, ήταν ο κύριος υπεύθυνος για τον παρ’ ολίγο θάνατό μου από πνιγμό, όταν κατά τη διάρκεια του απαραίτητου headbanging που συνόδευε την ακρόαση του συγκεκριμένου κομματιού, σε ένα όχι και τόσο ευπρεπές καταγώγιο κάπου στην κεντρική Ευρώπη, ένα μπουλούκι μερακλωμένων, αλληλοαποκρουόμενων, μεθυσμένων Γερμαναράδων έπεσε πάνω μου και με έριξε απευθείας πάνω σε ένα ζεύγος άγνωστων, τεράστιων, πουπουλένιων βυζιών ανάμεσα στα οποία πήγα και σφήνωσα με το κεφάλι. Θυμάμαι που όλοι οι ήχοι χάθηκαν μεμιάς και ήταν σα να είχα πέσει σε μια θάλασσα από ζελέ. Ζεστή, μαλακή σάρκα πλημμύρισε τα αυτιά και τα ρουθούνια μου. Πανικόβλητος πάσχιζα να πάρω ανάσα προσπαθώντας να παραμερίσω τα βυζιά, να χαλαρώσω τη θανάσιμη λαβή και να τραβηχτώ μακριά. Κάθε μου προσπάθεια όμως ήταν μάταιη. Αυτά τα δύο άγνωστα, τεράστια, πουπουλένια βυζιά ήταν πάνω από δυνάμεις μου. Σιγά σιγά άρχισα να χάνω τις αισθήσεις μου γιατί στον εγκέφαλό μου αντί για οξυγόνο, έφτανε πλέον μόνο βυζί. Θυμάμαι ότι το τελευταίο πράγμα που σκέφτηκα ήταν Μαλάκα Patton έτσι και καταφέρω να βγω ζωντανός από ‘δω μέσα θα… και μετά λιποθύμησα.

Ξύπνησα την άλλη μέρα σε ένα πάρκο. Ήμουν ξαπλωμένος στο γρασίδι κάτω από ένα δέντρο. Ο ήλιος περνούσε μέσα από τα πυκνά φύλλα. Γύρω μου, πολλοί άνθρωποι καθισμένοι ή ξαπλωμένοι, μόνοι ή σε παρέες, γελούσαν συζητούσαν, διάβαζαν κι έπιναν μπύρα από το μπουκάλι και κρασί σε πλαστικά ποτήρια.

Από ένα μικρό κασετόφωνο στη διπλανή παρέα ακουγόταν αυτό:

.

5. Deep In Love – Sceamin’ Jay Hawkins

Σηκώθηκα, πήγα και πήρα ένα μπουκάλι νερό κι ένα σάντουιτς και ξαναγύρισα. Έμεινα όλη τη μέρα εκεί, ξαπλωμένος στο γρασίδι κάτω από το δέντρο.

λ. / καλοκαίρι ‘88

Έλα μέσα. Είναι λίγο αστείο λέει, αλλά έλα: Κάθισε δίπλα μου.
Όποτε νιώσεις πως αρχίζεις να πέφτεις, πες μου. Είμαι εδώ.
Το χέρι μου είναι εδώ.
Πιάσε.
Με βλέπεις;

/

[ πάλι εδώ / εμείς / πιο εύκολα τώρα / σαν χορδή που τεντώθηκε / σαν τον ήχο του σάλιου πριν τη λέξη / χάθηκες / σαν σούρουπο / σαν δέντρα / το βλέμμα μου / σκισμένο / ξερνάει ]

Άρχισε;

[ μαζί ]

Πιάσε το χέρι μου.

[ μαζί / σαν άμμος… ]

σφίγγει

[…που πέφτει απ’ το δέρμα / μαζί ]

/

αν έπεφτα θα μ’ έπιανες;

αν μιλούσα θα μ’ άκουγες;

/

/

/

«… λίγο νερό.»

/

εσύ τι θέλεις να μάθεις;

[ πάλι σήμερα έξω εσύ κάτω κανένας κρύο η ώρα τι θέλεις να κάνω; ]

Μια μακρινή εικόνα… Καθώς αρχίζει να βρέχει, γυρίζει με τους αγκώνες τη νημάτινη ζακέτα πάνω από το κεφάλι της. Δέκα ωκεανούς μακριά μου σταματά και με κοιτάζει. Βρεγμένη άμμος σκαρφαλώνει στα πόδια της, ο ουρανός πνίγεται στη θάλασσα δίπλα της. Γελάει. Ένα απαλό αεράκι κολλάει το λεπτό ύφασμα στα πόδια της και στην κοιλιά. Διακρίνω τη γραμμή του εσώρουχου στο περίγραμμα των γλουτών, το γυμνό δέρμα και τη σκούρη οπή του αφαλού κάτω από το βρεγμένο ύφασμα.

Εσύ τι θέλεις να μάθεις; φωνάζει.

Μαλλιά μπαίνουν στο στόμα της και τα παραμερίζει λίγο με τον ώμο και λίγο με τη γλώσσα της. Με κοιτάζει σα θάλασσα, μια σειρά απαλά δόντια στην ακτή, τυλιγμένα με μαύρα φύκια.

Η βροχή διαπερνάει τώρα την αραιή πλέξη της ζακέτας και τρέχει στο μέτωπο, τα χείλια και τον λευκό λαιμό της.

Τρέμει και γελάει.

πολύ φαρδύς για νεκρός

Από το ανοιχτό παράθυρο κύλισε μια σταγόνα ήλιος στο σβέρκο του κι από ΄κει στην πλάτη και στο δέρμα του κόλλησε. Πολύ μικρή για να την αντιληφθεί. Πολύ μικρή για να την αντιληφθεί.

Από τον δρόμο χαμηλά, έξι ορόφους πιο κάτω, ένας μικρός στρόβιλος σκόνης του χαμογέλασε. Άχρηστο χώμα και στάχτη… Κι ούτε ψίθυρος αέρα. Κι ούτε ψίθυρος αέρα.

Άγονος δρόμος, φαρδύς κι εκείνος με τον ήλιο κολλημένο στην πλάτη, νεκρός πριν φτάσει. Νεκρός πριν φτάσει.

Έξι μέτρα απ’ τη μια άκρη μέχρι την άλλη.

Νεκρός.

Μέχρι την άλλη.

ακουαρέλα

Στο δρόμο τον πρόλαβε το ψιλόβροχο. Σταγόνες σα νότες καθαρές, με πολύ σιωπή να τις χωρίζει – με πολύ σιωπή να τις ενώνει. Μάζεψε τις σκέψεις του μια χούφτα και τις έχωσε στο γιακά πιο βαθιά κι άνοιξε το βήμα του σ’ ένα τραχύ τοπίο από άσφαλτο και γκρίζα πέτρα. «Στη σιωπή. Εκεί να χάνεσαι» ψιθύρισε «στη σιωπή ανάμεσα απ’ τις νότες». Μετά ένα σύννεφο φούσκωσε κι έσκασε κάπου πάνω αριστερά κι ο ουρανός άρχισε να ρέει στους ώμους του. Γκρίζος και απαλός. Πρόλαβε να δει το παλτό του να διαλύεται στο νερό. Τα χέρια του κύλησαν αργά κατά μήκος των μηρών και λίμνασαν γύρω απ΄ τα παπούτσια του. Σταμάτησε να περπατάει κι έμεινε να κοιτάζει με τα ξεθωριασμένα του μάτια τον κόσμο να σβήνει τριγύρω. Τα περιγράμματα να κινούνται, να ενώνονται σ’ ένα, κι ύστερα αυτό το ένα να θολώνει και να χάνεται.
Λίγο αργότερα στη λευκή επιφάνεια δε θ’ απέμενε παρά ένας μικρός γκρίζος λεκές, μια χούφτα από μουντές σκέψεις, που θα έλιωναν κι αυτές σιγά σιγά και θα χάνονταν εκεί που χάθηκαν κι όλα τ’ άλλα.

εικόνα: landstrasse του quint buchholz

συζυγικό

Τι ώρα είναι;

Δώδεκα και μισή.

Θες να στον μπήξω;

Τώρα το θυμήθηκες;

Τώρα ευκαιρώ.

Μπα;

Τι «μπα»; Δώσ’ το τηλεκοντρόλ.

Γιατί;

Για ν’ αλλάξω κανάλι!

Γιατί ν’ αλλάξεις;

Γιατί σ’ αυτό που έχεις κολλήσει μόνο παπαριές λέει.

Ε, και; Μ’ αρέσουν εμένα οι παπαριές.

Μπα;

Τι «μπα»;

… Θες ένα παπάρι;

Δεν μπορώ τώρα. Νυστάζω.

Δε θες να στον μπήξω δηλαδή;

Όχι τώρα.

Όχι τώρα; Και πότε δηλαδή; Αργότερα; Γύρω στις τρεις;

Μμμ;

Κοιμάσαι;

Όχι ακόμα.

…Αγάπη;

Μμμ;

Δώσ’ το τηλεκοντρόλ.

Όχι.

Δωσ’ το τηλεκοντρόλ σου λέω! Σου μιλάει ο Άντρας!

Σκατά στα μούτρα σου.

… Αυτό που κάνεις δεν είναι σωστό.

Ποιο δηλαδή;

Να με ευνουχίζεις μ’ αυτό τον τρόπο.

Σιγά μην ευνουχίζεσαι εσύ…

Γιατί το λες αυτό; Αγοράκι είμαι. Δικαιούμαι να έχω κι εγώ ένα τηλεκοντρόλ.

[ Κλείνει την τηλεόραση. Ανακάθεται στον καναπέ της. ]

Πάμε να ξαπλώσουμε;

Όχι.

… Τι «όχι»; … Θύμωσες τώρα;

Όχι.

«Όχι»… τι; «Όχι, δεν θα ξαπλώσω» ή «όχι, δεν θύμωσα»;

Όχι δεν θύμωσα.

Τότε τι κατέβασες τα μούτρα;

Δεν τα κατέβασα. Αυτοσυγκεντρώνομαι.

Για να τηλεμεταφερθείς στο κρεβάτι;

Για να κλάσω.

Άει σιχτίρ ρε παπάρα!

[ σηκώνεται και κάνει αέρα κουνώντας δυο τεράστια μαξιλάρια. Κατευθύνεται προς την μπαλκονόπορτα ]

Τι πας να κάνεις;

Θ’ ανοίξω ν’ αεριστεί το σαλόνι. Αυτό θα κάνω.

Τρελάθηκες; Θα παγώσουμε.

Να παγώσουμε.

Θα μου πέσει το τσουτσούνι.

Ε, πιάσ’ το τηλεκοντρόλ να σου ξανασηκωθεί.

[ Λίγο αργότερα ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. ]

Έκλεισες την μπαλκονόπορτα;

Ναι.

Κλείδωσες την εξώπορτα;

Ναι.

… Καλό μου…;

Τι;

Μην ξεχάσεις να κλείσεις την μπαλκονόπορτα και …

… και να κλειδώσω την εξώπορτα;

Ναι!

Τι παπάρας που είσαι!

Θες να στον μπήξω;

Παρ’ το χέρι σου από ‘κει. Σκέπασες τα παιδιά;

Όχι. Θες να στον μπήξω;

Πήγαινε να σκεπάσεις τα παιδιά και βλέπουμε.

[ οκτώ δευτερόλεπτα αργότερα χώνεται πάλι κάτω απ’ το πάπλωμα ]

ΟΚ τα σκέπασα.

Μμμ…

Αγάπη;

Μμμμ….;

Κοιμάσαι;

Σχεδόν. Θα γυρίσεις ή να γυρίσω;

Ε;

Θα γυρίσεις ή να γυρίσω, λέω.

… Ρε χαρά μου…

… Τι;

Άμα γυρίσω εγώ… πώς στο διάολο θα σου τον μπήξω;

Ε, τι… δεν μπορείς;

Φυσικά και δεν μπορώ. Ποιος είμαι, ο Τιραμόλα;

Ε, καλά δεν πειράζει. Κοιμήσου τότε.

Δε θέλω να κοιμηθώ.

Και τι θες;

Να στον μπήξω.

Πότε;

Σήμερα… Τώρα… ΕΔΩ και τώρα!

Έλα μωρέ τώρα… αφού κι αύριο εδώ θα ‘μαστε… ζζζζζ…

Αγάπη…;

….ζζζζζζζζζ…

… Χαρά μου;

…ζζζζζζ…

[φτουγαμώτοprisonbreakμουμέσαγαμώ… τι θέλω και ρωτάω;]